συγκεντρωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκέντρωση 2. φρ. α) «συγκεντρωτικό σύστημα» (νομ.) η συγκέντρωση στο διοικητικό κέντρο όλων τών εξουσιών και αρμοδιοτήτων β) «συγκεντρωτικός φακός» φυσ. φακός που μεταβάλλει μια παράλληλη δέσμη… … Dictionary of Greek
συγκεντρωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του συγκεντρωτισμού: Εφαρμόζει στη διοίκηση συγκεντρωτικό σύστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόμμα — Οργανωμένη πολιτική ομάδα, που συνιστά μια ελεύθερη οργάνωση ανθρώπων, η οποία, βασιζόμενη σε μια κοινότητα ιδεολογικού προσανατολισμού ή συμφερόντων, επιδίδεται σε προπαγάνδα, προσηλυτισμό και πολιτικό αγώνα, για την πραγματοποίηση –με την… … Dictionary of Greek
συγκεντρωτισμός — ο, Ν τύπος διοικητικής, οικονομικής ή πολιτικής οργάνωσης κατά τον οποίο το σύνολο τών αποφάσεων στα κύρια ζητήματα απορρέουν από την κεντρική διοίκηση, εξουσία ή ηγεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρωτικός + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
Ρόσας, Χουάν Μάνουελ ντε- — (Rosas, Μπουένος Άιρες 1793 – Σάουθαμπτον, Μεγάλη Βρετανία 1877). Αργεντινός στρατηγός και δικτάτορας. Γρήγορα έφτασε να προκαλεί τον φόβο στους εχθρούς και στους φίλους του με τον αυταρχικό του χαρακτήρα και την επιδεξιότητα με την οποία ήξερε… … Dictionary of Greek